‘’Η σελήνη ακουμπά το χέρι της στο μέτωπό μου,
ανέκφραστη και σιωπηλή σαν νοσοκόμα.’’
Sylvia Plath
Το κοράκι κατέβηκε
Άρχισε να ερωτοτροπεί με το κουφάρι.
Εν τω μεταξύ, εγώ αγάπησα
Την πιο αδύναμη απ’ όλες.
Αυτήν, σαν ατσαλάκωτη εφημερίδα
Αδιάβαστη
Άδικα αγορασμένη.
Τα πιο βαλτωμένα χωράφια,
δεν είναι χωράφια.
Είναι ‘’στίβος μάχης’’ (το θυμάμαι)
Παρκάρουν-κει μέσα-τα οχήματα
Τα μικρά άρματα.
Βαδίζουν-κει μέσα-φαντάροι νυχτιάτικα
Δε κοιμούνται ποτέ, βράδυ.
Όλα στο ίδιο μέρος
Καμιά μεταφορά
Ως έχουν
Κανείς υπαινιγμός
Ανάμεσα στη δημοσιά και το πίσω νεκροταφείο.
Κατεβαίνεις τη δημοσιά και βρίσκεις την πόλη
-αρκετά μακριά είναι αλήθεια-
Πας στο πίσω μέρος του νεκροταφείου
Στο ξέφωτο
Βλέπεις την πιο σκούρα χήρα.
Κάθεται στο καφενείο με λίγους άλλους κοντά
Πίνει καφέ, χωρίς ν’ ανοίξει εφημερίδα.
Υπομένει να μάχεται, τσαλαβουτώντας
σαν γουρουνάκι που γλύτωσε
Τη χηρεία της.(αδημοσίευτο)
(artwork by Bianca Maria Samer)